- επιστημολογία
- Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης.
Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής σκέψης, που ονομάζεται συνήθως γνωσιολογίαθεωρητική, αλλά και ε. με την ευρεία έννοια. Στη Γαλλία, η ε. εκλαμβάνεται με την πρώτη έννοια και υποδηλώνει τη μεθοδική έρευνα των φιλοσοφικών προβλημάτων που ανακύπτουν από τις διάφορες επιστήμες. Όμως, στις αγγλόφωνες χώρες, ο όρος εκλαμβάνεται γενικά με τη δεύτερη έννοια και αναφέρεται σε εκείνο το τμήμα της φιλοσοφίας που μελετά την προέλευση, τη δομή, τις μεθόδους της γνώσης. Είναι λοιπόν θεμιτό να διακρίνεται μια φιλοσοφική ε., τόσο αρχαία όσο και η ίδια η φιλοσοφία, και μια επιστημονική ε. πολύ πιο πρόσφατη. Τέλος, συμβαίνει σε ορισμένους συγγραφείς να συγχωνεύονται οι δύο απόψεις.
Βασική πρόθεση της φιλοσοφικής ε. είναι να απαντήσει στο ερώτημα: «πώς είναι δυνατή η γνώση»; Το ερώτημα αυτό είναι φανερό ότι αναφέρεται κατ’ ανάγκη στην αντίληψη που έχει σχηματίσει ο φιλόσοφος για το αντικείμενο προς γνώση, για το υποκείμενο που γνωρίζει και για τη σχέση τους.
Κατευθύνσεις της γενικής ε. Οι μεγάλες επιστημολογικές κατευθύνσεις –σύμφωνα με τον ψυχολόγο και επιστημολόγο Ζαν Πιαζέ– μπορούν να ταξινομηθούν σε έξι βασικούς τύπους.
Ο Πιαζέ διακρίνει δύο μεγάλες κατηγορίες: τις μη γενετικές θεωρίες, κατά τις οποίες η συμφωνία του υποκειμένου και του αντικείμενου προς γνώση είναι δεδομένη εξαρχής και δεν εξελίσσεται, και τις γενετικές θεωρίες, κατά τις οποίες μια συμφωνία προκύπτει εξελικτικά μεταξύ ενός υποκειμένου και ενός αντικειμένου γνώσης, που δεν βρίσκονται από την αρχή σε συμφωνία μεταξύ τους.
Ύστερα διακρίνονται υποδιαιρέσεις σε καθεμία από αυτές τις δύο μεγάλες κατηγορίες, με κριτήριο το αν η συμφωνία προϋποθέτει πρωταρχικότητα του αντικειμένου (που επιβάλλεται στο πνεύμα), πρωταρχικότητα του υποκειμένου (που παίζει ρόλο προκαθοριστικό σχετικά με το αντικείμενο) ή μια άλλη αλληλενέργεια μεταξύ του αντικειμένου και του υποκειμένου.
Επιστημονική και γενετική ε. Αντίθετα από τη φιλοσοφική ε., η επιστημονική ε. αποφεύγει να θέσει σε γενική μορφή το πρόβλημα της δυνατότητας ή της ρίζας της γνώσης. Αρκείται στην παρατήρηση του σχηματισμού αυτής της γνώσης στη διάρκεια του χρόνου (από μια μικρότερη σε μια μεγαλύτερη γνώση) και προσπαθεί να διαπιστώσει τους αντίστοιχους νόμους.
Μεταξύ των πρώτων που καταπιάστηκαν με μια τέτοια προσπάθεια είναι οι μαθηματικοί Ενρίκ (στο έργο του Οι βασικές έννοιες της επιστήμης) στην Ιταλία και Πουανκαρέ (με την Αξία της επιστήμης) στη Γαλλία· επιπλέον, οι εργασίες του Γκαστόν Μπασελάρ, πιο πρόσφατες, συνέβαλαν πολύ στην ανάπτυξη και στη γνώση της επιστημονικής ε.
Παλαιότερα, η φιλοσοφία των επιστημών έκανε διάκριση μεταξύ της μεθοδολογίας (έρευνας σχετικά με τις επιστημονικές μεθόδους) και της ε. (έρευνα σχετικά με τις συνθήκες και την αξία της γνώσης), γενικής ή ειδικής, για κάθε επιστημονικό κλάδο. Σήμερα δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ των δύο κλάδων: η μεθοδολογία αντιπροσωπεύει, κατά κάποιο τρόπο, την τεχνολογία της επιστημονικής έρευνας και αποτελεί μέρος της ίδιας της επιστήμης. Η κριτική των μεθόδων καταλήγει να θέτει τα επιστημολογικά προβλήματα. Κυρίως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι σύγχρονες επιστήμες –και ιδιαίτερα οι επιστήμες που δεν έπαψαν να διερωτώνται για το αντικείμενό τους, τα μέσα προσέγγισής τους και τη σημασία των συμπερασμάτων τους– έχουν επαναφέρει την ε. στο πεδίο τους. Οπότε, η ε. δεν αντιπροσωπεύει πια έναν προβληματισμό a posteriori, σχετικά με μια ήδη συντελεσμένη επιστήμη, αλλά μια εκμαίευση ταυτόχρονη με την επιστήμη, κατά τη γένεσή της: από αυτήν προέρχονται η εννοιολογική διατύπωση των ερωτημάτων που προκύπτουν (προβληματική) και η κριτική επιλογή των κατάλληλων μεθόδων ανάλογα με το αντικείμενο που εξετάζεται. Είναι γνωστό ότι η γένεση της μικροφυσικής οδήγησε τον φυσικό στη συνείδηση του γεγονότος ότι ένα μέτρο ήταν κάποτε σχετικό με τον παρατηρητή (ή με τις συνθήκες παρατήρησης). Οι επιστήμες του ανθρώπου οφείλουν να διερωτηθούν για την αξία των μεθόδων τους και για τις διαδικασίες που ακολουθούν για να καθορίσουν τις έννοιες και τα μέτρα και για να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα που προκύπτουν. Ιδιαίτερα η χρήση αφηρημένων μοντέλων και η τυποποίηση (των προβλημάτων ή των συμπερασμάτων) τοποθετούν την ε., κριτική ή συντάσσουσα, στην ίδια την καρδιά της επιστημονικής έρευνας, και όχι πάνω από αυτήν.
Η ιδέα ότι η κριτική της επιστήμης δεν μπορεί να ανήκει σε ένα άλλο είδος διαλογισμού (μιας φιλοσοφίας που διατείνεται ότι είναι υπερεπιστημονική) από τον διαλογισμό της ίδιας της επιστήμης υποστηρίχθηκε ήδη από τον Πιαζέ στο έργο του Εισαγωγή στη γενετική ε. (1950) που χρησίμευσε ως γενικό πρόγραμμα για τις εργασίες του Διεθνούς Κέντρου γενετικής ε. που ιδρύθηκε στη Γενεύη το 1965.
Η γενετική ε. ορίζεται από τον Πιαζέ ως ένας τομέας ερευνών και όχι ως μια ιδιαίτερη επιστημολογική θέση. Είναι επιστήμη που μελετά τον σχηματισμό ή την ανάπτυξη των γνώσεων και τους νόμους αυτής της ανάπτυξης. Προέρχεται, από τη μία πλευρά, από την ιστορικοκριτική μελέτη της ανέλιξης των επιστημών και, από την άλλη, από την ψυχογενετική μελέτη των νοητικών δομών και των εννοιών. Η μέθοδος της γενετικής ε. οφείλει πραγματικά να εμπνέεται, κατά τον Πιαζέ, από τη μέθοδο της συγκριτικής ανατομίας. Εξετάζονται διαδοχικά οι έννοιες και οι γνωστικές δομές, στις οποίες ανταποκρίνονται διάφορα στάδια της επιστήμης, ύστερα γίνεται προσπάθεια να διασαφηνιστεί ο τρόπος με τον οποίο οι συγκεκριμένες δομές γέννησαν η μία την άλλη.
Η πρώτη όμως αυτή μελέτη, που στηρίζεται στην ιστορία των επιστημών, δεν επιτρέπει ακόμα μια αρκετά μακρινή αναγωγή, μέχρι τις πιο εμβρυακές μορφές μιας σκέψης που κλήθηκε να γίνει επιστημονική.
Όπως οι φυσικές επιστήμες προσφεύγουν στην εμβρυολογία, η ε. προσφεύγει στη μελέτη της γνωστικής ανάπτυξης, δηλαδή κυρίως στην παιδική ψυχολογία αλλά και στη βιολογία. Έτσι καθίσταται δυνατόν να διαπιστωθεί ο τρόπος με τον οποίο οι πρώτες μορφές μιας ορθολογικής σκέψης, που είναι κάθε άλλο παρά μια απόλυτη αρχή, είναι στην πραγματικότητα η απόληξη μιας ολόκληρης προγενέστερης ανάπτυξης, που ανάγεται μέχρι τις στοιχειώδεις μορφές της βιολογικής προσαρμογής. Συμβαίνει μάλιστα να ανακαλύπτονται πρωτόγονα στάδια της σκέψης, που περιέχουν έννοιες ή εμπειρίες που αναπτύχθηκαν και μορφοποιήθηκαν μέσα στις προοπτικές της σύγχρονης επιστήμης, σαν τα ορμέμφυτα, τα λησμονημένα για πολλούς αιώνες, να βρίσκουν την πραγμάτωσή τους μόλις στις μέρες μας.
Η ταχύτατη πρόοδος των επιστημών κατά τον 20ό αι. οδήγησε σε μια ριζική αναθεώρηση και της οπτικής για την επιστημολογία· στην εικόνα, ένα προσχέδιο για τον υπερσύγχρονο μετεωρολογικό δορυφόρο CloudSat, να κοιτάζει «αφ’ υψηλού» τον πλανήτη (φωτ. ΑΠΕ).
Αεροπορική άποψη του εργαστηρίου θεωρητικής και εφαρμοσμένης επιστήμης της «General Atomic Corporation», στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια. Η επιστημονική έρευνα στις HΠA επιχορηγείται από μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα και ενισχύεται από την έρευνα των πανεπιστημιακών ινστιτούτων.
* * *ηη φιλοσοφική μελέτη τής επιστήμης, η μελέτη τών ιδιαίτερων μεθόδων τής κάθε επιστήμης, τής κίνησης τής επιστημονικής σκέψης, τών σχέσεων μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας.
Dictionary of Greek. 2013.